- δερμόπτερος
- δερμόπτεροςwith membranous wingsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δερμόπτερος — η, ο (Α δερμόπτερος, ον) όποιος έχει δερματώδη, υμενώδη φτερά, όπως η νυχτερίδα … Dictionary of Greek
δερμόπτερον — δερμόπτερος with membranous wings masc/fem acc sg δερμόπτερος with membranous wings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμόπτερα — δερμόπτερος with membranous wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμόπτεροι — δερμόπτερος with membranous wings masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
ՄԱՇԿԱԹԵՒ — (ի, ից.) NBH 2 0209 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. δερμόπτερος dermoptera, cui membranaculae loco pinnarum sunt. Որոյ թեւքն են ʼի մաշկէ. *Զկէսն հաշկաթեւս անուանեցին, այսինքն զարծուիս. եւ զկէսն մաշկաթեւս, այսինքն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)